παραπλευρίδιο

παραπλευρίδιο
το / παραπλευρίδιον, ΝΑ
καθένα από τα πλατιά δερμάτινα τεμάχια τής σέλας ίππου τα οποία καλύπτουν τα πλευρά του («ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους... τοὺς μὲν μονίππους παραμηριδίοις τοὺς δ' ὑπὸ τοῑς ἅρμασιν... παραπλευριδίοις», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + πλευρά + κατάλ. -ίδιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”